- απομονωτήριο
- τοχώρος απομόνωσης τιμωρημένων, καταδίκων, ασθενών.[ΕΤΥΜΟΛ. < απομονούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Πέτρο Κ. Αποστολίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απομονωτήριο — το τόπος για απομόνωση φυλακισμένων, αρρώστων κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απομόνωση — η 1. η απομάκρυνση, ο αποχωρισμός από το σύνολο 2. ο χώρος απομόνωσης, το απομονωτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < απομονούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Θεόδωρο Μανούση] … Dictionary of Greek